ενθετικός

ενθετικός
-ή, -ό (Α ἐνθετικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο κατάλληλος για ένθεση ή αυτός που γίνεται με ένθεση («ενθετική διακόσμηση» — διακόσμηση που γίνεται με ένθεση, εμβολή ποικιλμάτων στην επιφάνεια επίπλων ή σκευών)
αρχ.
1. ο κατάλληλος για εμφύτευση
2. ο εύκολος στην κατάποση.
επίρρ...
ενθετικώς
με ένθεση, με εμφύτευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενθετικός — ή, ό 1. που γίνεται με ένθεση (βλ. λ.). 2. το θηλ. ως ουσ., ενθετική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνθετικόν — ἐνθετικός fit for implanting masc acc sg ἐνθετικός fit for implanting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθετική — ἐνθετικός fit for implanting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”