- ενθετικός
- -ή, -ό (Α ἐνθετικός, -ή, -όν)νεοελλ.ο κατάλληλος για ένθεση ή αυτός που γίνεται με ένθεση («ενθετική διακόσμηση» — διακόσμηση που γίνεται με ένθεση, εμβολή ποικιλμάτων στην επιφάνεια επίπλων ή σκευών)αρχ.1. ο κατάλληλος για εμφύτευση2. ο εύκολος στην κατάποση.επίρρ...ενθετικώςμε ένθεση, με εμφύτευση.
Dictionary of Greek. 2013.